- στιφρός
- -ή, -ό / στιφρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Νσυμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος (α. «στιφρό πέτρωμα» — το πέτρωμα τού οποίου τα συστατικά αποτελούν ομοιόμορφη μάζαβ. «σάρκα στιφράν», Αριστοτ.γ. «καυλὸς σαρκώδης καὶ στιφρός», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. α) «στιφρὸς ιστός»(πετρογρ.) ο στιφροκοκκώδης ιστόςβ) «στιφρός πλακούντας»ιατρ. μη φυσιολογική προσκόλληση τού πλακούντα ή τμήματος του στο τοίχωμα τής μήτραςαρχ.1. μτφ. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης («καλοίμην αυστηρός και στιφρός», Ευστ.)2. ρωμαλέος, σφιχτοδεμένος, γερός («στιφρός νεανίας», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στῖφος* «πυκνή μάζα, πλήθος, ομάδα» + επίθημα -ρός (πρβλ. κῦδος: κυδρός, αἶσχος: αἰσχρός)].
Dictionary of Greek. 2013.